Είναι συχνό, στην πρώτη συνεδρία, οι θεραπευόμενοι να δηλώνουν την απογοήτευσή τους που δεν τα κατάφεραν μόνοι τους κι αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από κάποιον/κάποια “ειδικό”. Το βιώνουν, λένε, ως μία αποτυχία, ως κάτι που δεν κατάφεραν να κάνουν πατώντας γερά στα πόδια τους. “Θα ήθελα να μπορώ να μην χρειάζομαι βοήθεια, γιατί αν δεν τα καταφέρω με βάση τις δικές μου δυνάμεις, τι θα κάνω στο μέλλον; Θα πρέπει πάντα να βασίζομαι στους άλλους;” Ενώ είναι ένα καλό ερώτημα και μερικές φορές έχει νόημα να ερωτηθεί, αναρωτιέμαι τι σημαίνει πραγματικά να βασιζόμαστε στους άλλους; Τι σημαίνει να μην μπορούμε μόνοι μας και να χρειαζόμαστε τους άλλους; Και γιατί άραγε είναι τόσο “κακό”; (Δεν μιλάω φυσικά για σχέσεις εξάρτησης ή βίας, εκεί αλλάζει το τοπίο και χρειάζεται να είμαστε ασφαλείς).
Από τη μέρα που γεννιόμαστε, χρειαζόμαστε την φροντίδα της μαμάς μας (ή των ανθρώπων που μας φροντίζουν), για να μεγαλώσουμε και να αναπτυχθούμε. Δεν υφίσταται μωρό χωρίς ενήλικα -το μωρό δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο του. Φτάνουμε όμως σε μια ηλικία, που γίνεται αναγκαίο να μην χρειαζόμαστε για όλα τους άλλους. Κι αυτό σημαίνει μεγαλώνω, αυτό σημαίνει αργότερα ενηλικιώνομαι (ή έστω και αυτό), αυτό σημαίνει παίρνω τη ζωή στα χέρια μου. Βασικό κομμάτι όμως μιας ενήλικης ζωής είναι να ξέρω να ζητάω βοήθεια. Για τον πολύ απλό λόγο ότι κανείς ποτέ δεν τα κατάφερε ολομόναχος (ίσως οι ασκητές, αλλά αυτοί εξορισμού ζουν μόνοι) και εξάλλου γιατί να είναι αυτό το ζητούμενο; Γιατί δίνουμε τόση βάση στην ατομικότητα, ενώ ζούμε σε συλλογικές κοινωνίες; Πώς θα ήταν ο κόσμος αν απλά ζητούσαμε βοήθεια όταν την χρειαζόμασταν και αν αντίστοιχα, την παρείχαμε κι εμείς; Γιατί πρέπει να είμαστε κάπου μόνοι και να μην έχουμε ανάγκη κανέναν άλλο; Πώς προέκυψε αλήθεια αυτό το μοντέλο, ενώ οι άνθρωποι από την αρχή των χρόνων επιβίωναν με τη βοήθεια και άλλων ανθρώπων;
Φυσικά, ότι χρειαζόμαστε τους άλλους δεν σημαίνει ότι και μόνοι μας δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε. Είναι μια παρεξήγηση αυτό, κατά κάποιον τρόπο. Κι είναι μια παρεξήγηση που συμβαίνει και με την ψυχοθεραπεία. Σαφώς για να βρίσκομαι στο γραφείο κάποιου/κάποιας ψυχολόγου, κάτι στην ζωή μου “με πονάει”. Σαφώς και πάλι όμως, τη δουλειά θα την κάνω εγώ και όχι η/ο ψυχολόγος. Υπάρχει άλλη μία παρεξήγηση εκεί, ότι θα πάω στον/στην “ειδικό” και θα μου λέει συνέχεια τι να κάνω κι έτσι θα χρειάζομαι για πάντα ψυχοθεραπεία. Μια καλή ψυχοθεραπεία όμως, στοχεύει στο να μπορούν οι θεραπευόμενοι να είναι οι θεραπευτές του εαυτού τους. Οι καλοί θεραπευτές στοχεύουν στο να “ξεμείνουν” από δουλειά και όχι στο να ενισχύουν εξαρτητικές σχέσεις, με τους θεραπευόμενους να μην μπορούν ποτέ να αφήσουν την θεραπεία.
Μια άλλη παρεξήγηση είναι ότι οι θεραπευτές σου λένε τι να κάνεις, σε συμβουλεύουν, κλπ. Κι όμως! Η εμπειρία δείχνει ότι τις περισσότερες φορές οι θεραπευόμενοι απογοητεύονται με το πόσο λίγο μιλάνε οι θεραπευτές (τουλάχιστον οι υπαρξιακοί) και με το πόσο είναι μεν ενεργοί στην κουβέντα, δεν είναι όμως ενεργοί στην έκφραση γνωμών και απόψεων. Κι ενώ από τη μία έχεις θεραπευόμενους να θέλουν να τα καταφέρουν μόνοι τους, από την άλλη, αφού έρχονται, απογοητεύονται που τελικά θα πρέπει πράγματι να το κάνουν μόνοι τους..! Είναι ένα από τα παράδοξα των σχέσεων και της ζωής!
Οι ψυχοθεραπευτές λοιπόν, συζητάμε με τους θεραπευόμενους το τι συμβαίνει στη ζωή τους και ψάχνουμε λύσεις που να ταιριάζουν με τους ίδιους τους θεραπευόμενους και που να έρχονται από τους θεραπευόμενους. Αν όμως οι ίδιοι δεν “δουλέψουν”, όσο φανταστικοί κι αν είναι οι θεραπευτές, η θεραπεία δεν θα πάει και πολύ μακριά. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα σχέσης στην οποία ένα άλλο άτομο είναι εκεί και συμπορευόμαστε μαζί, αλλά εγώ η ίδια/ο ίδιος πρέπει να κάνω τα δικά μου βήματα, ακόμα κι αν δίπλα μου είναι χίλιοι άλλοι που περπατάνε. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα του τι σημαίνει και μαζί και μόνοι. Και είναι ένα δώρο που κάνουν οι θεραπευόμενοι στον εαυτό τους, να παίρνουν τόσο σοβαρά το τι τους απασχολεί και να ασχολούνται με αυτό, σταθερά, μία ώρα την εβδομάδα (50 λεπτά, για να είμαστε δίκαιοι), με σοβαρότητα και δέσμευση. Είναι ένα δώρο να κάνω σε μένα, το να πηγαίνω κάπου που ένας θεραπευτής ή μία θεραπεύτρια με ακούει αδιάσπαστος/η 50 ολόκληρα λεπτά και ασχολείται μόνο με εμένα και με τίποτα άλλο. Είναι ένα δώρο, όχι μια αποτυχία. Είναι συναρπαστικό το να αρχίσω να με γνωρίζω σιγά σιγά και να βλέπω πώς λειτουργώ και πώς θέλω να ζω. Κι είναι μία επένδυση επίσης, στον μελλοντικό μου εαυτό που μάλλον θα με ευχαριστεί που έδωσα αξία σε ό,τι με απασχολούσε και δεν το άφησα να μεγαλώνει και να φουντώνει ενώ υπέφερα σιωπηλά.