Θυμάμαι τις πρώτες μέρες που άρχισε ο κορωνοϊός και τις «ξαναπαίζω» στο μυαλό μου. Μέσα Φεβρουαρίου, ήμουν στη δερματολόγο μια Τετάρτη πρωί λίγο πριν πάω στο γραφείο και της λέω «για άνθρωπος με τόση αρρωστοφοβία, μου κάνει εντύπωση το πόσο ψύχραιμη είμαι με τον κορώνα». «Είναι που δεν έχει έρθει ακόμα στην Ευρώπη», μου λέει κι εκεί που ένιωθα ότι το’χω κάπως, μια περασιά αγωνίας την αισθάνθηκα.
Στην αρχή, μαχόμουν πολύ για να μην πανικοβληθώ. Θυμάμαι ένα post στο Instagram: “It’s a glorified flu”, έλεγε ο φίλος μου ο Σωτήρης και ήθελα τόσο πολύ να το πιστέψω. Repost. Όσα κι αν ήταν τα repost, την αλήθεια δεν την άλλαξαν. Δύσκολο να δεχτείς ότι θα ζήσεις μια πανδημία το 2020. Και γιατί όχι; σκέφτομαι τώρα, αλλά τότε, με το παλιό μου το μυαλό, δεν το περίμενα.
Τριήμερο Καθαράς Δευτέρας και πολλοί φίλοι είχαν φύγει ταξίδια. Είχα κ εγώ ένα κανονισμένο ταξίδι για το Λονδίνο τον Μάρτιο. Θυμάμαι να ψωνίζω σε προετοιμασία του ταξιδιού, μην ξέροντας αν όντως θα πάω Αγγλία ή όχι, αλλά θεωρώντας ότι κάπως θα βρεθεί μια λύση, δεν μπορεί. Θυμάμαι να μπαίνω συνέχεια στην σελίδα που έλεγε πόσα νέα κρούσματα τη μέρα είχε κάθε χώρα, σε ένα site με στατιστικά δεδομένα. Ανανέωνα με τρόμο τη σελίδα κάθε λίγο, βλέποντας τα κρούσματα να ανεβαίνουν διαρκώς. Το στομάχι κόμπος. Καθαρά Δευτέρα και πήγαμε σε ένα σπίτι για φαγητό, οικογενειακά, 6 άτομα. Από τις τελευταίες μου εξόδους. Συζητούσαμε αν φοβόμαστε τον κορώνα και πόσο και αν θα αλλάξει η ζωή μας. Θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε σινεμά; Ταξίδια; Θέατρο; Πόσα δεν ξέραμε.
Δεν πήγα σουπερ μαρκετ να ψωνίσω τα πάντα. Θυμάμαι τα ράφια, άδεια, όπως το καλοκαίρι εκείνο των capital controls. Ψύχραιμος λαός ο Ελληνικός, σκέφτηκα. Βλέποντας όμως τις εικόνες και των άλλων χωρών στα social media, συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά, ότι ο φόβος, κοινό και πανανθρώπινο συναίσθημα, δεν έχει να κάνει με λαούς και έθνη. Ο άνθρωπος πάντα φοβόταν και πάντα θα φοβάται. Όπλο του η λογική και η προετοιμασία. Προτίμησα να οπλιστώ με λογική και να ψωνίσω μόνο τα απαραίτητα. Γελούσα με την παράνοια γύρω μου. Δεν αγόρασα 100 χαρτιά υγείας και δεν φανταζόμουν σε καμία περίπτωση, ότι έναν χρόνο μετά, θα είμαστε εδώ που είμαστε. Το έλεγα, αλλά δεν το πίστευα. Έλεγα ξανά και ξανά, «θα πάρει πολύ καιρό να γυρίσουμε στην κανονικότητα», αλλά ευχόμουν να κάνω λάθος. Ευχόμουν να βρεθεί αυτό το μαγικό «κάτι» που θέλω, που λέει και η Καίτη, και να τα αλλάξει όλα.
Ίσως αυτό το «κάτι» είναι το εμβόλιο; Είναι κάπως μαγικό ότι το έχουμε στα χέρια μας έναν μόνο χρόνο μετά. Καλά, μαγικό ίσως όχι, δείχνει την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά και το πώς είναι να συνεργάζονται επιστήμονες από όλο τον κόσμο. Αν ένα πράγμα μάθαμε με βεβαιότητα φέτος, είναι το πόσο συνδεδεμένοι είμαστε. Δεν υπάρχει το εγώ ξέχωρο από το εσύ. Το γνωστό εν-τω-κόσμω-είναι, που λένε οι υπαρξιστές, το ζούμε στο πετσί μας. Ό,τι κάνουμε, δεν αφορά μόνο εμάς. Το τι κάνει κάποιος στην Κίνα, επηρεάζει κάποιον που μένει στην Ελλάδα. Το τι κάνω εγώ στην Ελλάδα, επηρεάζει από τη γειτονιά μου, μια μικρή κοινότητα, έως και όλη την Ελλάδα. Υπάρχει απίστευτη σύνδεση, σε ένα επίπεδο μη ορατό, και την ίδια στιγμή, τεράστια αποσύνδεση λόγω των lockdown και των μέτρων. Σύνδεση, εφικτή μέσω της πολυαγαπημένης τεχνολογίας, κι αποσύνδεση, λόγω πάλι της τεχνολογίας. Όσο zoom και skype και να κάνεις, η φυσική παρουσία δεν αντικαθίσταται. Οι αγκαλιές, μου λείπουν όσο τίποτα. Δεν μπορώ όμως να μη νιώσω και τυχερή μέσα στην ατυχία μου. Έχω τη δουλειά μου, η οποία μπορεί να έχει μεν προκλήσεις στο διαδίκτυο, αλλά και πάλι, συνεχίζω να δουλεύω κανονικότατα. Η οικογένειά μου είναι καλά, και οι περισσότεροι φίλοι μου το ίδιο. Επίσης, πάλι καλά που είναι 2020-2021. Πάλι καλά που το internet είναι στα «ντουζένια» του. Τι θα κάναμε αν όλο αυτό γινόταν το 1999; Μα έπρεπε να γίνει; θα ρωτήσει κάποιος εύλογα. Αλλά είναι μια παρεξήγηση των νέων εποχών, του «νέου» ανθρώπου ότι η ζωή θα πάει καλά.
Ο παππούς μου ο Γιώργος, είναι τώρα 100 ετών. 100 χρόνια δεν είχε ζήσει πανδημία (αν και είχε ζήσει πολλά άλλα) και τώρα στο τέλος του ‘τυχε κι αυτό έτσι για το αντίο. Θυμάμαι και τον άλλο μου παππού, τον Λουκά, που έφυγε απ΄τη ζωή πριν λίγα χρόνια και θυμάμαι από τις συζητήσεις μας, ότι δεν περίμενε ότι η ζωή θα του πάει καλά απαραίτητα, αλλά προσπαθούσε να την κάνει καλύτερη με ό,τι είχε. Δεν υπήρχε αυτό που η γενιά μου τουλάχιστον το ‘χει έντονο, αυτό το «γιατί σε μένα». «Γιατί όχι σε σένα;» είναι το ερώτημα, και κανείς δεν μπορεί να το απαντήσει ικανοποιητικά. Σε όλους τυχαίνουν πράγματα κι αν τύχει να σου πάνε καλά όλα, είναι μονάχα αυτό: τύχη.
Όλοι ίσοι μπροστά στην τύχη, τη ζωή και τον θάνατο, όλοι κυκλοφορούμε με μάσκες και η ζωή, αν και με άπειρες απώλειες, συνεχίζεται. Εν μέρει.
Κουράγιο μας!